- συκόφυλλα
- συκόφυλλονfig-leafneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
συκόφυλλο — το / συκόφυλλον, ΝΜΑ φύλλο συκιάς νεοελλ. παροιμ. φρ. «καλόμαθε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα» λέγεται για τους πλεονέκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + φύλλον] … Dictionary of Greek